ἐγχειρήσεως

ἐγχειρήσεως
ἐγχειρήσεω̆ς , ἐγχείρησις
taking in hand
fem gen sg (attic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ηπατονεφρικός — ή, ό ιατρ. φρ. «ηπατονεφρικό σύνδρομο» διαταραχή τής νεφρικής λειτουργίας που είναι επακόλουθη ηπατικής νόσου ή εγχειρήσεως τών χοληφόρων οδών. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. hepatonephric < hepato (πρβλ. ηπατο < ήπαρ, ατος) + nephric… …   Dictionary of Greek

  • Αναγνωστάκης, Ανδρέας — (Αντικύθηρα 1826 – Αθήνα 1897).Οφθαλμίατρος και πανεπιστημιακός. Σπούδασε στην Αθήνα, στο Παρίσι και στο Βερολίνο. Το 1854, διορίστηκε διευθυντής του Οφθαλμιατρείου και το 1856 καθηγητής της οφθαλμολογίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Το 1897,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”